- πειρήτιζον
- πειρητίζωattempt: imperf ind act 3rd pl (homeric ionic )πειρητίζωattempt: imperf ind act 1st sg (homeric ionic )
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
πειρήτιζον — πειρητίζω attempt imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) πειρητίζω attempt imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειρητίζω — Α (επικ. τ. τού πειράω, ῶ) 1. αποκτώ πείρα, δοκιμάζω, εξετάζω 2. (με απρμφ.) προσπαθώ να... («ῥήγνυσθαι μέγα τεῑχος Ἀχαιῶν πειρήτιζον», Ομ. Ιλ.) 3. (με γεν.) α) διερευνώ, βολιδοσκοπώ κάποιον β) αντιπαρατάσσομαι με κάποιον 5. φρ. α) «πειρητίζω… … Dictionary of Greek